- χωρισμός
- ο, ΝΜΑ [χωρίζω]η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρίζω, αποχωρισμός, απόσπασηνεοελλ.1. ξεχώρισμα, διαχωρισμός, διαλογή, επιλογή, ξεδιάλεγμα («ο χωρισμός τών βιβλίων»)2. διαίρεση, διανομή, μοιρασιά3. λύση εμπορικής συνεργασίας ή συνεταιρισμού4. (για συζύγους) διάζευξη5. φρ. α) «χωρισμός Πολιτείας και Εκκλησίας» — σύστημα βάσει τού οποίου η πολιτεία δεν παρεμβαίνει στα εκκλησιαστικά θέματα, τα οποία θεωρούνται ιδιωτική υπόθεσηβ) «δικαστικός χωρισμός»(νομ.) η με δικαστική απόφαση αναστολή τής υποχρέωσης τών συζύγων να συμβιώνουν και να συγκατοικούνγ) «χωρισμός από τραπέζης και κοίτης»(παλ. όρος) (νομ.) ο δικαστικός χωρισμόςαρχ.1. (για φυτά) έκκριση χυμού2. αναχώρηση3. εκκλ. α) απομόνωση, αποκλεισμόςβ) αφορισμός4. μτφ. θάνατος.
Dictionary of Greek. 2013.